ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - Θάνατο

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 395 καταχωρήσεις σε 8 σελίδες
Σελίδα 1
«  ‹  1 2 3 4  ›  »
Έλα μικρή στο μνήμα μου
και πίστεψε στ’ αλήθεια,
πως δεν ορίζεις μπλιο καρδιά
πο’ χα παλιά στα στήθια.
Έλα μικρή στο μνήμα μου
και σήκωσε την πλάκα,
να δεις πως εκατάντησε
εκείνος που σ’ αγάπα.
Απάνω στην ταφόπλακα
θα γράψω τ’ ονομά της,
για να περνά και να θωρεί
τα κατορθώματά της.
Ιντα τη θέλει τη ζωή
ο Θιός και τη χαρίζει,
δώρο που πίσω πέρνεται
τίποτα δεν αξίζει.
Εκειά που θα με θάψουνε
δεν θέλω να σιμώσεις,
ακόμα και στο μνήμα μου
φωθιά θα θες να δώσεις.
Πάντοτε απ’ τον ύπνο μου
ξυπνώ και βλέπω εσένα,
οι πεθαμένοι όταν ξυπνούν
ζούνε σε ένα ψέμα.
Πάντοτε απ’ τον ύπνο μου
ξυπνάω ιδρωμένος,
όταν κοιμάμαι το ξεχνώ
πως είμαι πεθαμένος.
Ο κάτω κόσμος είν’ κακός
γιατί δεν ξημερώνει ,
γιατί δεν κράζει πετεινός
δεν κελαηδεί αηδόνι.
Ανε ποθάνω μη με κλαις
γιατί ‘μαι ποθαμένος,
κλάψε με μόνο ζωντανό
πού ’μαι βαθιά θλιμμένος.
Εγώ ακόμα και νεκρός
εντύπωση θα κάνω,
γιατί θα γράφουν σ’ αγαπώ
τα κόκαλα μου επάνω.
Θε μου μια χάρη σου ζητώ
τα μάθια μου πριν κλείσω,
ευτυχισμένο θάνατο
στ’ αγκάλες τσι να ζήσω.
Πνίξε το δάκρυ με χαρά
και τη χαρά με δάκρυ,
μια ηλιαχτίδα σε θωρεί
στου θάνατου την άκρη.
Θάνατε στάσου μια στιγμή
για ν’ αποχαιρετήσω,
εκείνη που με κάλεσε
να τη γλυκοφιλήσω.
Έχω κακό προαίσθημα
γρήγορα θα ποθάνω,
κι ας μου το λένε οι γιατροί
τσι πόνους πως θα γιάνω.
Δε θέλω να με δει νεκρό
όντε θα με περνάτε,
αζωντανό και μερακλή
θέλω να με θυμάται.
Ψυχομαχεί και πρόλαβα
στην πόρτα τσι το χάρο,
κι’ πα του χάρε άσε την
και εγώ θα την επάρω.
Ανε ποθάνω μη χαρείς
να το ‘χεις σε ντροπή του,
να σβήσει ένας μερακλής
να φταίει το κορμί σου.
Ιντα μπλιό να φοβηθώ
σε ότι φιλιά κι αν κάνω,
αφού 'δα το χάρο ζωντανό
στην αγκαλιά σου πάνω.
Τα όρη τα ψηλά βουνά
κι αυτά θα με πενθούνε,
θα λιώσουνε τα χιόνια τους
και δάκρυ θα γενούνε.
Δε την εθέλω τη ζωή
σα λιώσει το κορμί της,
θα μπω μέσα στο φέρετρο
να κοιμηθώ μαζί της.
Θα’ μαι στο φέρετρο νεκρός
και δίπλα μου θα κλαίει,
και μέσα στ’ αναφιλητά
συγνώμη θα μου λέει.
Όταν σκοτώνει ο φονιάς
κρύβεται μη τον βρούνε,
γι’ αυτό και συ στο τάφο μου
φρόντισε μη σε δούνε.
Μ’ αρνήθηκες μα μη σε δουν
στον τάφο το δικό μου,
δε γίνεται και ο φονιάς
να κλαίει το χαμό μου.
Αν μάθεις πως επόθανα
δε θέλω να με κλάψεις,
ούτε στο σπίτι μου κερί
να’ ρθείς και να μ’ ανάψεις.
Έμαθα πως παντρεύεται
Θέ μου τι ειρωνεία,
νύφη αυτή και γω νεκρός
στην ίδια εκκλησία.
Δε με φοβίζει ο θάνατος
δε τον ελογαριάζω,
έτσι κι' αλλιώς και ζωντανός
με πεθαμένο μοιάζω.
Δε με φοβίζει ο θάνατος
δεν κλαίω ανε ποθάνω,
χαρές δεν έχω να σκεφτώ
πως φεύγω και τσι χάνω.
Ανε ποθάνω και βρεθώ
με ανοιχτό το στόμα
θα’ ναι γιατ’ ήθελα να πω
πως σ’ αγαπώ ακόμα.
Άμα πεθάνω πείτε τσι
στην πόρτα να προβάλει,
να’ ρθεί κι ας είναι ψεύτικο
το δάκρυ που θα βγάλει.
Θέλω στον τάφο το κορμί,
εσύ να κατεβάσεις,
η μόνη μου παραγγελιά,
γιέ μου, μην το ξεχάσεις.
Τα δυο κεριά που μου 'φεγγαν
μου τα’ σβησε μια μπόρα
κι όλος ο κόσμος σκοτεινός
είναι για μένα τώρα.
Οντε θα λιώσει το κορμί
σε μια σειρά θα μπούνε,
τα κόκαλα να γράψουνε
ποσό σε αγαπούνε.
Στο μάρμαρο του τάφου μου
θα ζωγραφίσω εσένα,
να σε θωρούν τα μάτια μου
αν είναι και κλεισμένα.
Βάλε στον τάφο μου δεντρό
να θρέφετε όντε λιώνω,
και ίσως γενώ για να σε δω
φύλλο σε κάποιο κλώνο.
Βάλε στον τάφο μου δεντρό
στο Θιό η ψυχή οντε πάει,
να του ζητώ να βγαίνω ανθός
στα φύλλα του το Μάη.
Αν έρθεις να με δεις νεκρό
μην κλάψεις να το νιώσω,
πως χάνω για παντοτινά
ότι αγαπούσα τόσο.
Το φέρετρο μου αφήσετε
αυτή να το στολίσει,
με τέχνη που θα συγκινεί
όποιον θα τ’ αντικρίσει.
Είμαι νεκρή, κι όμως πονεί,
ακόμα η καρδιά μου,
είν’ η κατάρα του σεβντά,
το φως στη σκοτεινιά μου..
Κινούμε, βλέπω, περπατώ,
γελώ, μεθώ, γλεντίζω,
μα’ μαι νεκρός αφ’ όνειρα
ανθρώπου μπλιο δε χτίζω.
Θέλω κλαδιά στον τάφο μου
μα να’ ναι μαραμένα,
για να καθίζουν τα πουλιά
τα παραπονεμένα.
Ανε ποθάνω και βρεθεί
κοντά σου περιστέρι,
θα’ ναι η ψυχή μου που θα ‘ρθεί
μήνυμα να σου φέρει.
Στόμα θα βγάλει να μιλεί
του τάφου μου το χώμα,
όταν περνάς πως σ’ αγαπώ
να σου φωνάζει ακόμα.
Σβήσε τ’ αποτυπώματα
απ’ την πληγή απάνω,
να μη σε βρούνε ένοχη
κερά μου όντε ποθάνω.
Ανε ποθάνω και σκεφτεί
αυτή να μ’ αγκαλιάσει,
και ποθαμένο το κορμί
μπορεί να ανατριχιάσει.
Φοβούμε τον το θάνατο
γιατί μπορεί κερά μου,
να ζει να τηνε ενεζητά
την καλοσυντροφιά μου.
Ο θάνατος είναι σκληρός
για τους απελπισμένους,
γιατί η ψεύτρα η ζωή
είναι για ορισμένους.
Όταν πεθάνω μη σταθείς
ούτε στα πέντε μέτρα,
γιατί κομμάτια θα γενεί
του τάφου μου η πέτρα.
Πρόσκληση να τσι στείλετε
στο θάνατό μου να ‘ρθει,
προσωπική κι ο φάκελος
προς το φονιά να γράφει.
Άραγες γη πως το βαστάς
και πώς το κολαντρίζεις,
τσ’ αγκάλες σου ενός μερακλή
το σώμα να κοιμίζεις.
Ανε ποθάνω κι ακουστεί
θέλω να ζεις και να ‘σαι,
για να θωρείς ήντα ‘χασες
και να στενοχωράσαι.
«  ‹  1 2 3 4  ›  »