ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - Στρατό

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 108 καταχωρήσεις σε 3 σελίδες
Σελίδα 2
«  ‹  1 2 3  ›  »
Εις το ποτάμι καθ’ αργά
βγαίνω περιπολία,
για να περνά η ώρα μου
χωρίς καμιά αιτία.
Δύο νεούδια κάθουνται
στην Πύλη λυπημένα,
τη ρόζα (απολυτήριο) ονειρεύονται
και κλαίνε τα καημένα.
Σκοπιές και αν έχει ο στρατός
έχει δική του χάρη,
οποίος δεν βάλει το χακί
δεν είναι παλικάρι.
Όταν θα πάρω άδεια
θα στείλω μάνι-μάνι,
εξπρές το τηλεγράφημα
να’ ρθειτε στο λιμάνι.
Να ‘θελε να ‘σουν λοχαγός
μπροστά σου ν’ αναφέρω,
το σώμα μου και την ψυχή
στο λόχο να προσφέρω.
Τη ξιφολόγχη που κρατώ
σφιχτά στην αγκαλιά μου,
θα την καρφώσω στην καρδιά
αν μ’ αρνηθείς κυρά μου.
Απόψε είναι Κυριακή
και έξω χτυπούν καμπάνες,
και εγώ μες στο στρατόπεδο
και πλένω 'καραβάνες'.
Ένα μονάχα να σκέφτεσαι
κι’ αυτό θα σου δίνει θάρρος,
πως για μικρό διάστημα
θα λέγεσαι φαντάρος.
Καναρινάκι θα γενώ
για να’ ρθω στη σκοπιά σου,
ολημερίς αν κελαηδώ
για να’ μαι η συντροφιά σου.
Μ’ ένα μπουκάλι πέρδικα
και δυο κιλά παγάκια,
έτσι περνάει ο καιρός
για μας τα φανταράκια.
Απ’ το φυλάκιο έστειλα
την σκέψη μου κοντά σου,
να σου κρατάει συντροφιά
μιας κι είμαι μακριά σου.
Φαντάρο και αν με πήρανε
και κόψαν τα μαλλιά μου,
μπορεί η μούρη να άλλαξε
μα όχι η καρδιά μου.
Ένα G3 αγάπη μου
έπιασα για να λύσω,
και νόμιζα πώς έπιανα
εσένα να φιλήσω.
Είναι μεγάλο βάσανο
να είσαι στρατευμένος,
μακριά από το κορίτσι σου
και στο χακί ντυμένος.
Απόψε έχω έξοδο
και πάω να μεθύσω,
να θυμηθώ πως ήμουνα
προτού υπηρετήσω.
Δίχως αγάπη δυνατή
δίχως φιλιά και χάδια,
σαν κουζουλός θα τριγυρνώ
περίπολο τα βράδια.
Ο ήλιος του καλοκαιριού
μαραίνει τα χορτάρια,
και το ρημάδι το χακί
αρρωσταίνει παλικάρια.
Μανούλα φεύγω μακριά
και λύπη να μη νοιώσεις,
και την ευχή σου μάνα μου
πού φεύγω να μού δώσεις.
Στο θάλαμο όταν θα μπεις
με τα πολλά κρεβάτια,
στο τελευταίο θα με βρεις
με την καρδιά κομμάτια.
Να πέσουν μαύροι κεραυνοί
να κάψουν τις μοδίστρες,
που κέντισαν όλο το χακί
με μαύρες κουβαρίστρες.
Πάνω στο μαύρο τον μπερέ
κάθουντε δυο πουλάκια,
το ‘να μου λέει υπομονή
και τ’ άλλο δυο χρονάκια.
Μη τα κοιτάς τα γράμματα
που είναι στραβά γραμμένα,
γραμμένα είναι στη σκοπιά
με μάτια δακρυσμένα.
Τη ξιφολόγχη που κρατώ
στα πέντε δάχτυλα μου,
αν σκεφτείς να μ’ αρνηθείς
θα μπεί μες στην καρδιά μου.
Ένα μαυροσκούφη ρώτησα
τι πάει να πει Αυλώνα,
την ξιφολόγχη μου ‘δωσε
και μου ‘πε αυτοκτόνα.
Μαύρο με φωνάζουνε
μαύρο μπερέ φοράω,
και από το πολύ το τρέξιμο
αναβολή ζητάω.
Η στης Αυλώνας τα βουνά
βολή πήγα να κάνω,
μα όσο εσένα σκέφτομαι
όλο το στόχο χάνω.
Σου στέλνω τριαντάφυλλα
απ’ του στρατού τον κήπο,
για να μετράς αγάπη μου
τις μέρες που θα λείπω.
Αγάπα με να σ’ αγαπώ
και να το επιμένεις,
φαντάρο κι αν με πήρανε
πρέπει να περιμένεις.
Τα μακαρόνια του στρατού
όλα θα τα ενώσω,
να φτιάξω σιδηρόδρομο
να’ ρθώ να σ’ ανταμώσω.
Στου Βαλεντίνου την γιορτή
είμαι σκοπός στην πύλη,
και πιθυμώ αγάπη μου
τα δυο γλυκά σου χείλη.
Ήκλαψα μα δεν ήφηκα
το δάκρυ μου να τρέξει,
να μην το δουν τα μάτια του
την ώρα πα μησέψει.
Στρατό θα πας κι αμοναχή
οπίσω θα μ’ αφήσεις,
μα αντίστροφα θα τσι μετρώ
τσι μέρες να γυρίσεις.
Το κυπαρίσσι που ‘θρεφες
μες στον αυλόγυρο σου,
στο πήρε τώρα ο στρατός
δεν είναι πια δικό σου.
Είναι καμάρι και τιμή
να υπηρετείς πατρίδα,
μοιάζεις αετού όντε πετά
μέσα στην καταιγίδα.
Φεύγω φαντάρος μα η καρδιά
πίσω μου θα ξωμείνει,
αφού τσι τηνε χάρισα
και την κρατάει εκείνη.
Φεύγω φαντάρος γρήγορα
Νοέμβριο στις 10,
και αφήνω πίσω στο χωριό
μια όμορφη γυναίκα.
Ο έρωτας σου στον στρατό
μπελάδες μου χει βάλει,
αφού το βράδυ φώναζα
το όνομα σου πάλι.
Τέσσερις μέρες φυλακή
έφαγα για φαντάσου,
αφού μιλώ στον ύπνο μου
και λέω το όνομα σου.
Φεύγω και πάω στο στρατό
μα στην καρδιά μου θα σαι,
κι ελπίζω να με σκέφτεσαι
τις νύχτες που κοιμάσαι.
Πάω φαντάρος και μπορεί
να πειθαρχούν το σώμα,
μα είναι η καρδιά μου αλήτισα
και είναι σε εσένα ακόμα.
Ναύτη με ντύσαν μια φορά
κι ήμουνε μεσ’ στα μπλάβα,
μα η καρδιά μου ήτονε
πάντα δική σου σκλάβα.
Βαρώ σκοπιές, κουράζομαι
να πάρω μια άδεια,
να ρθω να σ’ έχω αγκαλιά
φως μου τα κρύα βράδια.
θα βγω και στην αναφορά
για πάρτη σου μωρό μου,
άδεια να πω πως θέλω εγώ
να σ’ έχω στο πλευρό μου.
Με ‘στειλαν μόνο μου εδω
σε μια βραχονησίδα,
Φοβούνται μήπως τρελαθώ
που ήρθα και σε είδα.
Άδεια απ’ τον λοχαγό
θα πάω να μου δώσει,
κι αν είναι άντρας με ψυχή
θα πρέπει να με νοιώσει.
Εις το G-3 που κρατώ
θα γράψω το όνομα σου,
να το θωρώ κορίτσι μου
μέχρι να’ ρθω κοντά σου.
θα κάνω άλμα στατικού
από τον Ψηλορείτη,
για ν’ αγναντεύω από ψηλά
τις ομορφιές σου Κρήτη.
Ήρθε από μέρες το χαρτί
και εδα περνώ την πύλη,
και από νωρίς μου είπαν γεια
και συγγενείς και φίλοι.
Όσο θα είμαι στο στρατό
ήσυχοι να κοιμάστε,
και να διπλοκλειδώνετε
τους τούρκους αν φοβάστε.
Εδά κοιμάσαι αλάργο μου
πάνω από χίλια μίλια,
και εγώ χτυπάω προσοχές
σα να πατώ σταφύλια.
«  ‹  1 2 3  ›  »