ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - Θάνατο

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 395 καταχωρήσεις σε 8 σελίδες
Σελίδα 2
«  ‹  1 2 3 4 5  ›  »
Δε με φοβίζει ο θάνατος
του κάτω κόσμου οι τόποι,
γιατί με περιμένουνε
πολλοί δικοί μου άνθρωποι.
Θέλω τον τάφο μου βαθύ
αέρας να μην μπαίνει,
ίσως δε λιώσει το κορμί
και να σε περιμένει.
Ανε ποθάνω στα μακριά
και δε βρεθώ κοντά σου,
θα περιμένω με νεκρούς
τα χαιρετίσματά σου.
Στου παραδείσου καρτερώ
την πόρτα και ξανοίγω,
θέλω να δω στα μάτια σου
τη θλίψη και να φύγω.
Θέλω στον τάφο μου δεντρό
από κάθε μπάντα ένα,
να 'ναι στη μέση το κορμί
απού χάθηκε για σένα.
Μετά από σένα ο θάνατος
είναι η μόνη λύση,
γιατί δεν θα 'χω στην ζωή
πράμα να με κρατήσει.
Ποιός θα μου πει να σ’ αρνηθώ
ποιός έχει τέτοιο θάρρος,
που’ χω καλιά να με δεχτεί
στην αγκαλιά του ο Χάρος!
Η θάλασσα και ο ουρανός
έχουν το ίδιο χρώμα,
οι πλούσιοι και οι φτωχοί
θάβονται στο ίδιο χώμα.
Κουμπάρα μπήκε η μαύρη γη
στο γάμο το δικό μας,
κάνει αλλαγή τα στέφανα
μέσα στο φερετρό μας.
Ψυχομαχώ και βρίσκεται
η σκέψη μου κοντά σου,
και κλαίω, που δεν θα αιστανθώ
το νεκροφίλημα σου.
Μόνο στο θάνατο μπορούν
να γιατρευτούν οι πόνοι,
σα θα ντακάρει το κορμί
πάνω στη γη να λιώνει.
Ποθαίνω και σε προκαλώ
βάλε τα μαύρα και έλα,
το τελευταίο ραντεβού
στη νεκρική κασέλα.
Ο χάρος είναι δίκαιος
μ’ αυτός που τονε στέλνει,
να μη πειράζει μερακλή
για δε του παραγγέλνει ;
Ψυχομαχώ και κάμετε
οι συγγενείς μου πέρα,
κι αφήστε εκείνη π’ αγαπώ
να μου κρατά τη χέρα.
Βρύση θα βάλω στο σταυρό
του τάφου μου να τρέχει,
για να ποτίζονται οι καημοί
τσι μέρες που δε βρέχει.
Δάκρυ μη βγει στα μάτια σου
όντε θα με κηδένε,
γιατί 'ναι αισχρό στο θύμα ομπρός
μάτια φονιά να κλαίνε.
Δε θέλω να γενώ φονιάς
μα εκείνος μ’ αναγκάζει,
όταν μπροστά μου επίτηδες
την άλλη αγκαλιάζει.
Δε σ’ απαρνούμαι εκτός αν δεις
τους φίλους μου σε λύπη,
και να κρατούνε τα κεριά
να ανάψουνε στο σπίτι.
Δε σ' απαρνούμαι εκτός αν δεις
χαρτιά πάνω στους τοίχους,
να γράφουν τα στοιχεία μου
και να καλούν τους φίλους.
Δε σ' απαρνούμαι εκτός αν δεις
τους φίλους μου να τρέμουν,
να μην μπορούν τα δάκρυα
στα μάτια τους να στένουν.
Δε σ’ απαρνούμαι εκτός αν δεις
τη μάνα μου να κλαίει,
τούφες να βγάνει το μαλλί
φόνισσα να σε λέει.
Οτνε με κατεβάζουνε
στη μαύρη γη στο χώμα,
διαδώσετε πως το φονιά
τον αγαπώ ακόμα.
Όταν θα με διαβάζουνε
στο φέρετρο οι παπάδες,
θέλω αγέρας να γενείς
να σβήσουν οι λαμπάδες.
Στον τάφο που με έβαλες
δε θέλω να δακρύζεις,
θέλω μονάχα να περνάς
και να τον συγυρίζεις.
Δεν την εθέλω τη ζωή
αφού χαρά δεν είδα,
κι αναζητώ στο θάνατο
την τελευταία ελπίδα.
Όταν πεθάνω η ψυχή
να γίνει περιστέρι,
να πάω στο μπαλκόνι της
να δω πώς υποφέρει.
Ο χωρισμός κι ο θάνατος
λένε πως συμφωνούνε,
μα προτιμώ το θάνατο
αντίς να χωριστούμε.
Μπρούμυτα να το βάλετε
το σώμα μου στο τάφο,
στη μάχη με τα χώματα
μπροστά το μπέτι να χω.
Αμα ποθάνω γελαστός
το στόμα μου μην κλείσεις,
για να με δεις χαρούμενο
όταν θα με φιλήσεις.
Ένας ετοιμοθάνατος
τον χάρο παζαρεύει,
για το χατίρι μιας ξανθιάς
παράταση γυρεύει.
Θέλω τον τάφο μου γυαλί
όσο και ανε κοστίσει,
για να περνά να με θωρεί
πώς μ' έχει καταντήσει.
Μάνα μου ήτανε γραφτό
κουστούμι να αγοράσεις,
γαμπρίκιο και στο σώμα μου
νεκρό να το περάσεις.
Δε σκέφτομαι το θάνατο
άλλο στο νου μου έχω,
πως την παντέρμη μοναξιά
του τάφου δεν αντέχω.
Μετά από σένα ο θάνατος
μετά απ’ αυτόν, ποιος ξέρει,
αν είναι δίκαιος ο Θεός
κοντά μου θα σε φέρει.
Και ποθημένη θα πονώ
και ας νεκρωθεί το σώμα,
χώμα και σκόρπια κόκαλα
θα σ’ αγαπούν ακόμα.
Μια μέρα πριν να παντρευτείς
εγώ θα αυτοκτονήσω,
να αναβληθεί ο γάμος σου
μέχρι να σαραντίσω.
Θέλω τον τάφο γυάλινο
να μπω χωρίς κασέλα,
για να περνά να με θωρεί
να την επιάνει τρέλλα.
Τί σου’ κανα και λαχταρείς
να δεις το θάνατό μου,
απού σ’ αγάπησα πιστά
κι αυτό ειν’ το φταίξιμό μου.
Θέλω τον τάφο μου φαρδύ
δυο φέρετρα να βάνει,
να τηνε βάλουνε κι αυτή
τη σκύλα σαν ποθάνει.
Θέλω στον τάφο μου γυαλί
και μια φωτογραφία,
να βλέπει ο κόσμος τί κορμί
χάθηκε κι εισ’ αιτία.
Ο θάνατος είναι μικρός
μπροστά στην ομορφιά του,
ζωή και όνειρα μαζί
κεντούνε την καρδιά του.
Θέλω λουλούδια πλαστικά
στο τάφο μου απάνω,
για να μη θέλουν πότισμα
σε κόπο μη σε βάνω.
Θα στείλω έναν άγγελο
μήνυμα να του πέψη,
ότι ο Μαύρος Άρχοντας
θα έρθει να με κλέψει.
Μαυρ’ Άρχοντα ότι κι αν συμβεί
σκλάβα σου δεν θα γίνω,
στου Παραδείσου τη χαρά
θα πάω και θα μείνω.
Όταν θα φύγω απ τη ζωή
θα γίνω μια σταγόνα,
και θα πηγαίνω όπου πας
θα σε κλουθώ αιώνια.
Δεν θέλω στην κηδεία μου
να έρθει να γελάει,
όπως τους άλλους κι αυτός
για μένα να πονάει.
Ψυχομαχώ και πέστε τσι
αίμα να’ ρθει να δώσει,
ένα γραμμάριο αρκετό
είναι για να με σώσει.
Στου Κάτω Κόσμου τα σκαλιά
όταν θα κατεβαίνω,
στο τελευταίο θα σταθώ
και θα σε περιμένω.
Μακάρι και να ‘πόθαινα
μα να’ τανε και ψέμα,
για να δω ποιός στον τάφο μου
θα έκλαιγε για μένα.
Είμαι ένα νεκρό κορμί
που θες πνοή να δώσεις
μα έπρεπε να το σκεφτείς
πρωτού να το σκοτώσει.
«  ‹  1 2 3 4 5  ›  »