ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - Σεβντά

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 232 καταχωρήσεις σε 5 σελίδες
Σελίδα 2
«  ‹  1 2 3 4 5  ›  »
Βρέχει και πάλι στη καρδιά
βρέχει στον ουρανό μου,
θα θελα να ‘σουνα εδω
για λίγο στο πλευρό μου.
Κοίτα ψηλά στον ουρανό
που λάμπει ένα αστέρι,
θα το αγγίξω, θα του πω
κοντά μου να σε φέρει.
Μηνώ σου χαιρετίσματα
μ’ ένα πουλί μικρό μου,
που ‘χει στο σπίτι μου φωλιά
και νιώθει τον καημό μου.
Θα κάνω πραξικόπημα
απόψε να σε κλέψω,
και όποιος βρεθεί μπροστά
στα πόδια θα του παίξω.
Ποθαίνω σβήνω ξεψυχώ
καίγομαι και αργολιώνω,
ψυχομαχώ και όλα αυτά
για μια ματιά σου μόνο.
Έλα μέσα στο όνειρο
όντε με παίρνει ο ύπνος,
να σ’ αγκαλιάζω αγάπη μου
που δεν το κάνω ξύπνιος.
Ηντα να κάμω ο καψερός
που μου’ χει γίνει ντέρτι,
μελαχρινής βαρύς καημός
που μου τρυπά το μπέτη.
Είδα τον πάλι σήμερο
στην πόρτα να προβέρνει,
και τάξε πως εβγαίνανε
δύο ήλιοι μαζωμένοι!
Τα μάτια σου δεν τα’ χω δει
εδώ και μια βδομάδα,
και τον δικό μου τον καημό
τον κάνω μαντινάδα.
Θε μου και πλήγωσε τονε
μα όχι να πεθάνει,
θέλω μια μέρα να μου πει
πως δίχως μου δεν κάνει.
Όσα θα ποκαεί η καρδιά
τσι στάχτες θα μαζώξω,
να τσι εκάμω γιατρικό
τσ’ άλλες καρδιές να σώσω.
Είσαι για μένα όνειρο
που δυστυχώς δεν βγαίνει,
μα ηντα να κάμω τσι καρδιάς
που ελπίζει κ’ υπομένει.
Είν’ η καρδιά μου ένας μπαξές
και είσαι μέσα βιόλα,
κι αν μαραθείς θα νεκρωθούν
τα όργανά μου όλα.
Θε μου και κάνε την βροχή
και κάμε εμένα χώμα,
να με αγγίξει κι ας γενεί
λάσπη το μαύρο σώμα.
Φεύγεις και φεύγει ο καιρός
φοβούμαι μη γεράσω,
και δε προλάβω στη ζωή
τούτη να σε ξεχάσω.
Βάζω μια πέτρα στο λαιμό
και σου φωνάζω στάσου,
μην δεις πως πέφτω στο κενό
για χάρη του σεβντά σου.
Nα δω σε πόσα θηλυκά
θα δώσω την καρδιά μου,
που δεν αξίζει ούτε μια
την χάρη του σεβντά μου.
Μιαν αγκαλιά η σκέψη μου
κουρνιάζει το μυαλό μου,
κι αναχνοφέρνει το καιρό
που σε χα στο πλευρό μου.
Δεν θέλω μπλιο μου να πονώ
μα η ζωή με κάνει,
να σκέπτομαι ότι αγαπώ
πως φεύγει και με χάνει.
Αν κάποτε στην σκέψη σου
το όνομα μου σβήσει,
αυτό το άψυχο χαρτί
θε να σου το θυμίσει.
Πάρτη την καρδιά μου, πάρτηνε,
με το δεξί σου χέρι,
και σφάξε την αλύπητα
με δίκοπο μαχαίρι.
Πουλί που τα ‘χει τα φτερά
κι είναι παροπλισμένα,
όντε θα δεις αγάπη μου
να σου θυμίσει εμένα.
Στο δρόμο όντε θα σε δώ
παγώνει το κορμί μου,
γιατί δεν έφυγες ποτέ,
καλέ μου απ’ την ψυχή μου.
Μ’ αρνήθηκες και χάθηκε
το νόημα του κόσμου,
γιατί για μένα είσαι συ
η ελπίδα και το φως μου.
Εχάρισά σου την καρδιά
μήπως ο πόνος φύγει,
μα ο πόνος σου έγινε σεβντάς
κερά μου και με πνίγει.
Μη μου μιλάτε για σεβντά
καλλιά ‘χω να μου λείπει,
δεν αναφέρουν το σχοινί
σε κρεμασμένου σπίτι.
Όπου και να πάει η σκέψη μου
σε, σε καταλαγιάζει,
αφού την γνώμη της καρδιάς
ο χρόνος δεν αλλάζει.
Όσο κι αν είναι ο άνθρωπος
προσεχτικός που λένε,
θα τα πατήσει του σεβντά
τα κάρβουνα που καίνε.
Για μια γυναίκα εγίνηκε
ο πόλεμος της Τροίας,
για μια γυναίκα θα γενώ
κι εγώ εγκληματίας.
Πάντα για σένα εγώ πονώ
πάντα για σένα κλαίω,
πάντα σε συλλογίζομαι
κι ανθρώπου δεν το λέω.
Μου λείπεις όσο τίποτα
και σ’ αγαπάω ακόμα,
αστέρι μου για χάρη σου
θα έπεφτα σε κώμα.
Αφού παντέρμη μου καρδιά,
ως νταγιαντάς τον πόνο;
και πως ο κάθε χτύπος σου,
είναι για κείνη μόνο;
Τα μάθια αφήνω στο κενό
και η σκέψη ταξιδεύει,
και στου σεβντά σου το στρατί
εσένανε γυρεύει.
Θάλασσα εγενίκανε
τα δάκρυα που βγάνω,
και θα πνιγώ στο κλάμα μου
που φεύγεις και σε χάνω.
Ήθελα να’ μαι κόκκινο
φανταχτερό φουστάνι,
να το’ βανα ολοχρονίς
κιανείς να μη με φτάνει.
Με το κερί η ελπίδα μου
και η ζωή μου μοιάζει,
απού μακριά σου χάνεται,
λιώνει και χαμε στάζει.
Όλου του κόσμου οι καημοί
να ‘ρθουνε να με βρούνε,
θα φύγουνε τα μάτια μου
οντε θα τηνε δούνε.
Είναι οι αγάπες σαν φωθιές
που ανάβουνε και σβήνουν,
κι οντε θα σβήσουν πίσω τους
στάχτες μονάχα αφήνουν.
Πάντα στην άκρια του νου
έρχεσαι και καθίζεις,
κι αναρωτιέται η σκέψη μου
γιαντα τη βασανίζεις.
Εκειά που πορπατήξαμε
αγκάθια έχουν φυτρώσει,
να μην περάσει με άλωνε
διπλά να με πληγώσει.
Εγώ δε θέλω να πονώ
απου ‘σαι μακριά μου,
όμως τον πόνο στην ψυχή
τον δίνει η καρδιά μου.
Είναι βαρύς κι αβάσταχτος
τσ’ απόρριψης ο πόνος,
απού σου κόβει τα φτερά
και δεν τον γιένει ο χρόνος.
Στο στάδιο που μ’ έφερε
κι η μάνα μου πονεί με,
κι έβαλε μαύρα στο κορμί
και ζωντανό πενθεί με.
Βαρκάκι ειν’ η σκέψη μου
εις του σεβντά το κύμα,
στείλε με αγέρα στη ‘γαπώ
να πάνε όλα πρίμα.
Όταν της κάνει έρωτα
μες το μυαλό με φέρνει,
μα δεν υπάρχει σύγκριση
και το καταλαβαίνει.
Ξέρω, αυτή που έχασες
ήτανε η ζωή σου,
κι εγώ μια ξένη που απλά
κοιμήθηκα μαζί σου.
Χωρίς αέρα με σκορπάς
χωρίς νερό με πνίγεις,
χίλια κομμάτια κάνεις με
μόνο που με ξανοίγεις.
Όλα στο κόσμο σάζουνε
ένα ‘ναι που δε σάζει,
να ‘χεις τρεμούλα του σεβντά
και γύρω σου να λιάζει.
Δεν το κατάλαβα γιατί
η καρδιά μου αναστοράται,
εσένα που δεν άξιζες
στιγμή κοντά της να’ σαι.
Αλλού κοιτούν τα μάτια μου
μα ξέρει το η ψυχή μου,
για μια στιγμή αν δε σε δω
χάνεται η ζωή μου.
«  ‹  1 2 3 4 5  ›  »