ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - Θάνατο

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 395 καταχωρήσεις σε 8 σελίδες
Σελίδα 5
«  ‹  2 3 4 5 6 7 8  ›  »
Άμα ποθάνω επιθυμώ
στα άσπρα να με ντύσουν,
να δω τα μάτια του φονιά
τότε αν θα δακρύσουν.
Πως να το πω τσι μάνας μου
που περιμένει γάμο,
πως πρόκειται στο φέρετρο
το νυφικό να βάλω.
Δε θέλω γω στο τάφο μου
ξόμπλια πολλά περίσσα,
σε σκέτο χώμα μοναχά
δυο βιόλες ίσα, ίσα.
Στον θάνατό μου αν εβρεθείς
βάλε λευκό φουστάνι,
στο μαύρο του θανάτου μου
αντίθεση να κάνει.
Στον θάνατό μου αν εβρεθείς
παίξε και συ έξι σφαίρες,
να μου θυμίζουν πως αυτές
μου ‘δωσε αντί για βέρες.
Οντε 'ποθαίνω μάτια μου
να ‘ρθεις να με φιλήσεις,
κι ένα σημάδι κόκκινο
στα χείλη να μ’ αφήσεις.
Και αν μάθεις πως απόθανα
στον τάφο μην πατήσεις,
μα πήγαινε στον τάφο μου
συγνώμη να ζητήσεις.
Τούτη την δύσκολη στιγμή
που σβήνει το κορμί μου,
έλα για λίγο να σε δω
ν’ αναπαυθεί η ψυχή μου.
Είδα μια νεκροκεφαλή
με ανοιχτό το στόμα,
φαίνεται πως αγάπησε
κι αναστενάζει ακόμα.
Αφήσετε τον το φονιά
να έρθει στην κηδεία,
να δει πως εκατάντησα
και είναι η αιτία.
Αφήσετε τον το φονιά
κοντά μου να σιμώσει,
το τελευταίο το φιλί
στην κάσα να μου δώσει.
Ψυχομαχώ και προσπαθώ
το Χάρο να νικήσω,
μήπως προλάβω να σε δω
προτού να ξεψυχήσω.
Ωσάν πεθάνω κούκλα μου
για μένανε μη κλάψεις,
δεν θέλω ούτε για να’ ρθεις
καντήλι να μ’ ανάψεις.
Χάρε, για στάσου μια στιγμή
για ν’ αποχαιρετήσω,
εκείνη που σε κάλεσε
να τη γλυκοφιλήσω.
Ο θάνατός μου είσαι ‘σύ
κατέχω το, το νιώθω,
μα πια καλά ‘χω να χαθώ
απ’ το δικό σου πόθο.
Ότι κι αν κάνεις σ’ αγαπώ
μα πρόσεχε με φως μου,
γιατί θαρρώ πως τσι θωρώ
τα’ ακτές του κάτω κόσμου.
Όλους τους τάφους γύρισα
να δω που ‘μαι γραμμένος,
γιατί με λεν’ αζωντανό
μα ‘γω ‘μαι αποθαμένος.
Αν κάποτε ο θάνατος
θα μπει ανάμεσα μας,
στο κάτω κόσμο μη ξεχνάς
θα είναι η συνέχεια μας.
Όταν πεθάνω κι ακουστεί
φτερούγισμα κοντά σου ,
θα ‘ναι η ψυχή μου που ποθεί
να μπει στην αγκαλιά σου.
Μες το φλιτζάνι καθενός
ο θάνατος υπάρχει,
όσο κι’ αν είσαι πλούσιος
χάνεις σ’ αυτή τη μάχη.
Πες μου ποιος θα’ θελε ζωή
αν ήθελε να ξέρει,
στον κάτω κόσμο ότι αγαπά
πως θα το κάνει ταίρι.
Χάρε να ξέρεις πως και συ
μια μέρα θε να σβήσεις,
τ’ ανάθεμα των ζωντανών
όταν θα αντικρίσεις.
Άψυχο είναι το κορμί
δίχως τη συντροφιά σου,
και περιμένω ανάσταση
μόνο στην αγκαλιά σου.
Δε με φοβίζει ο θάνατος
είναι του Θιού γραμμένο,
να βρουν το σώμα μου νεκρό
και μαυροφορεμένο.
Βρύση θα βάλω στη κορυφή
του τάφου μου να τρέχει,
για να ποτίζει τη καρδιά
τις μέρες που δεν βρέχει.
Άμα ποθάνω θά θελα
να μου καεί το σώμα,
γιατί κι’ αν είναι νεκρό
θα σε ποθεί ακόμα.
Να πέθαινα και να’ βρεχε
ν’ αργήσουν να με θάψουν,
να δω ποια μάτια μ’ αγαπούν
ποια μάτια θα με κλάψουν.
Στην ύστερη μου αναπνοή
μια θα’ ναι η πεθυμιά μου,
να κλείσεις με τα χέρια σου
τα μάτια τα δικά μου.
Όταν πεθάνω πείτε του
να έρθει στη κηδεία,
να δει και με τα μάτια του
τι κάνει η προδοσία.
Άμα ποθάνω άγγιξε
το παγωμένο χέρι,
σκέψου πως θα 'τανε ζεστό
αν μ’ είχες κάνει ταίρι.
Στου χάρου τα χτυπήματα
βοτάνια δε χωράνε,
ούτε γιατροί γιατρεύουνε
ουτ’ άγιοι βοηθάνε.
Αρρώστησα κι ο θάνατος,
εδά κοντοσιμώνει,
ελπίζω το να μη φανούν,
όσοι θα’ ρθούνε πόνοι.
Στον τοίχο κι αν με στήνανε
με απειλή τη σφαίρα,
θα φώναζα πως σ’ αγαπώ
απ’ τη ζωή πιο πέρα.
Στον Αδη όντε κατεβώ
αντίσταση θα κάνω
στον κάτω κόσμο για να ιδούν
πως ζούσα εις τον επάνω.
Τον έβαλε η μάνα μου
δίπλα της να καθίσει,
κ αυτός τη χέρα της κρατεί
για να τη’ νε παρηγορήσει.
Μόλις τον είδε η μάνα μου
"παιδάκι μου" ουρλιάζει,
και να κουνεί το φέρετρο
σήκω να μου φωνάζει.
Σήκω να δεις ποιος ήρθενε
στο σπίτι μας παιδί,
που σ’ άκουγα και του ‘λεγες
εσύ είσαι η ζωή μου.
Χάσαμε το βλαστάρι μας
η μάνα μου του λέει,
κ αναρωτιέται ηντα κακό
τι βρήκε και ποιος φταίει.
Η κακομοίρα η μάνα μου
κλαίει μα που να ξέρει,
που του παιδιού της ο φονιάς
την εγκρατή απ’ το χέρι.
Χάρε ρουφιάνε άνανδρε
θα 'ρθει και σέ η σειρά σου,
να δω ποιος θα σε λυπηθεί
για το κατάντημα σου.
Ήρθε ο χάρος άνανδρα
και πήρε την ψυχή σου,
μα δεν εσκέφτηκε αδερφέ
τ' ανήλικο παιδί σου.
Θέλω εσένα αγάπη μου
εσένα να κοιτάω,
την τελευταία μου στιγμή
όταν θα ξεψυχάω.
Δως’ μου το πιο γλυκό φιλί
την τελευταία ώρα,
πρωτού να δεις το φέρετρο
μέσα στη νεκροφόρα.
Νωρίς ο χάρος θέλησε
μωρό μου να σε πάρει,
πρωτού μπούμε σε εκκλησιά
να γίνουμε ζευγάρι.
Κρατώ σταυρό, φιλώ σταυρό
μάρμαρο, παγωμένο,
μα της ψυχής μου το κορμί
είναι εκεί θαμμένο.
Χάροντα μην με κυνηγάς
στα πέρατα του κόσμου,
γιατί μετά τα εκατό
θα έρθω μοναχό μου.
Ο ουρανός σκοτείνιασε
κρύφτηκε το φεγγάρι,
ο χάρος κάνει επίσκεψη
στο δόλιο παλικάρι.
Πεθαίνω και το νεκρικό
θέλω χαιρετισμό της,
και λέει μου πως δε μπορεί
να χάνει το καιρό της.
Φυτέψε τε το τάφο μου
με γιασεμιά και κρίνα,
και εγώ θα κλαίω να γενεί
πανέμορφο το μνήμα.
Μια μέρα θα’ ναι η καλή
'κείνη που θα πεθάνεις,
και θα γροικώ ολονυχτίς
πού είσαι και τι κάνεις.
«  ‹  2 3 4 5 6 7 8  ›  »