ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - Διάφορες

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 560 καταχωρήσεις σε 12 σελίδες
Σελίδα 8
Εγώ' χα λιονταριού καρδιά
μα πόνεσε για σένα,
ανάθεμα την μάνα σου
που γέννησε εσένα.
Να μην αργείς να φαίνεσαι
να πάψει να με νοιάζει,
να' ρθει η καρδιά στο τόπο τζι
να μην αναστενάζει.
Τα μάτια μου σαν είδανε
τα όμορφα σου κάλλη,
ευθύς το έβαλα στο νου
να γίνουμε ζευγάρι.
Κουράστηκα να προσπαθώ
το όνειρο να φτάσω,
κάνε και συ μια κίνηση
λίγο κοντά να φτάσω.
Μόλις ξυπνώ κάθε πρωί
νιώθω μια αγωνία,
μήπως μου φύγεις και χαθεί
για πάντα η ευτυχία.
Ο άνδρας ο μανιάτικος
θα σου το πει στα ίσια,
και αν κάνεις πως δεν τον ακούς
θα πας στα κυπαρίσσια.
Την πέρδικα οι κυνηγοί
στο πέταγμα χτυπούνε,
αν την χτυπήσουν καθιστή
τηνε δολοφονούνε.
Η μάνα που με έκανε
μου 'πε πολλά να κάνω,
μα πρώτο και καλύτερο
μελαχρινή να πάρω.
Ήθελα να 'μουνα εσύ
και συ εγώ να γίνεις,
πόνους για σένα να βαστώ
και συ χαρές να δίνεις.
Επίνω τούτη τη ρακί
και θα γεννώ καζίκι,
αμέσως όμως έφτιαξα
την κεφάλι περδίκι.
Μου είπαν πως οι άγγελοι
στη γη δεν κατεβαίνουν,
μα εσύ είσαι η απόδειξη
πως θαύματα συμβαίνουν.
Μες του τσιγάρου τον καπνό
και της ρακής τη ζάλη,
εσένα εθυμήθηκα
αγάπη μου και πάλι.
Θεέ μου στους Ιάπωνες
κάνε ένα χατίρι,
δώσε μαχαίρι Κρητικό
να κάνουν χαρακίρι.
Η μαντινάδα είναι φωτιά
που αν τύχει και ανάψει,
και το θεό που' ναι ψηλά
μπορεί και να τον κάψει.
Αν δεν με θες να μου το πεις
να ξέρω τι να κάνω,
και μην φοβάσαι αγάπη μου
για 'σαι πως θα ποθάνω.
Άλφα μου όμορφο χωριό
δε θέλω το κακό σου,
γιατί πατώ το χώμα σου
και πίνω το νερό σου.
Πηγή με λιγοστό νερό
μην την περιφρονήσεις,
λίγο 'ναι μα για να το πιεις
πρέπει να γονατίσεις.
Ήθελα να' μουν αετός
να πέταγα στα ύψη,
και να 'κρυβα στα σύννεφα
πόνους καημούς και θλίψη.
Ώρα μηδέν στη Σέριφο
με όλα τα αλάνια,
το Σίβας θα το πίνουμε
μόνο από τα μπουκάλια.
Μια ψηλή μελαχρινή
γνώρισα τις προάλλες,
Γι’ αυτό για' κείνην έβγαλα
κάμποσες μαντινάδες.
Τ' αστέρια βάνω για κεριά
και το φεγγάρι βέρα,
γυναίκα μου για να γενείς
αγάπη μου μια μέρα.
Έχω τογιότα χαι λουξ
που' χει διπλή καμπίνα,
και κάτω από το κάθισμα
κρύβω την καραμπίνα.
Μέσα στα μάθια του αετού
εκρύβω την χαρά μου,
τσι Φούρνους βλέπει από ψηλά
και ανοίγει η καρδιά μου.
Οι μαντινάδες ημερεύουνε
το νου μου απ' τα πάθη,
και οι λέξεις τως θυμίζουν μου
μην ξανά κάμω λάθη.
Κοιτώ και βλέπω πίσω μου
βροντές και καταιγίδες,
Χριστέ μου έλα και φώτισε
και πες πως δεν τις είδες.
Ο νους μου κάμει χουλ-α-χουπ
στη σφαίρα του χορεύει,
βαστάει ασπίδα και σπαθί
και το κακό στοχεύει.
Οι άνθρωποι αγριέψανε
εγίνανε αγρίμια,
ο νους τως κουζουλάθηκε
και πολεμά με φίδια.
Έξω στον δρόμο σαν θα βγεις
με βήμα όπως λάχει,
την κατρακύλα σου θα δεις
σαν δροσερό ρυάκι.
Στέκει και κοντοστέκεται
ο νους μου στον αγέρα,
και παραμένει σταθερός
από λογισμούς πιο πέρα.
Δουλεύει ο νους με προσευχή
κ' η εκκλησιά με ράσο,
έτσα ρολάρει η ψυχή
σα μηχανή με γράσο.
Εγώ δεν είμαι από αυτούς
που κάνουν παρακάλια,
κι άλλες είναι πορτοκαλιές
που κάνουν πορτοκάλια.
Μεσ' την καρδιά μου φώλιασε
της προσευχής την χάρη,
και τ' όνομά σου να αναφωνώ
Χριστέ μου με καμάρι.
Κράτα τον νου μου σταθερό
τις δύσκολες τούτες μέρες,
για να γλιστρώ απ του σατανά
τις ψεύτικες φοβέρες.
Όσες φορές βλαστήμησα
Χριστέ μου τ' όνομα σου,
τόσες φορές συγχώρα με
και ας έρθω πιο κοντά σου.
Κοιμούμαι αργά, ξυπνώ νωρίς
με σένα στο μυαλό μου,
σε σκέφτομαι και δεν μπορώ
να σ' έχω στο πλευρό μου.
Πίνω κρασί και δε μεθώ
ρακί και δε ζαλίζει,
και σ' είδα και επίστεψα
ο κόσμος πως γυρίζει.
Φίλε να μην ακούς πολλές
μα μόνο τη ψυχή σου,
αγάπα φίλους συγγενείς,
τη μάνα τη δική σου.
Όποιος χορεύει και γλεντά
και τη ράκη την πίνει,
μήτε ασπιρίνη χρειάζεται
μήτε πενικιλίνη.
Όταν σε βλέπω μάτια μου
σκέφτομαι ένα πράμα,
μήπως θα ζήσω ζάχαρη
ή θα περάσω δράμα.
Νερό ήμουν που εξατμίστηκε
μεσ' την δική σου αγκάλη,
και σύννεφο εγίνηκα
ώσπου να βρέξει πάλι.
Θαρρείς πως με ξεγέλασες
γελιέσαι δε γελούμε,
αυτά που 'ξερες στο ξύπνιο σου
τα ξέρω οντε κοιμούμαι.
Ο στόχος σου είναι κοπελιά
να μ' έχεις του χεριού σου,
μα δεν κατάλαβες εγώ
δεν μοιάζω του δικού σου.
Τα νεύρα μου, μου τα κάνες
πολλές φορές τριζόνια,
μα σαν σε βρω θα μου χρωστάς
χάρες για χίλια χρόνια.
Η σχέση για να κρατηθεί
τον σεβασμό της θέλει,
ακόμα και αν γέρασες
και τέλειωσε το μέλι.
Εσύ μας δίνεις τη ζωή
το γέλιο και το κλάμα,
γίνεσαι μάνα, αδερφή
σύντροφος, παραμάνα.
Οι φίλοι σου θα το χαρούν
στα πόδια σου να κλάψω,
μα δε σου τα 'πανε καλά
κι μπρος τους θα σε θάψω.
Και η λύρα που' ναι όργανο
έχει κι αυτή αισθήσεις,
και κλαίει οντε τραγουδώ
κοντά μου να γυρίσεις.
Να μη το παίρνεις πάνω σου
οντε θωρείς και κλαίω,
γιατί το κλάμα εύκολα
μπορεί να γίνει γέλιο.
Πότε θα 'ρθεί τ' Αι Γιαννιού
να πάμε στο Λασίθι,
να μας το μαγειρέψουνε
βραστό το κολοκύθι.
Ο βράχος είναι ο πιο σκληρός
δε σπάει δε λυγίζει,
με ένα όμως πάτημα
στον άνεμο σκορπίζει.