ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - Βάσανα

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 481 καταχωρήσεις σε 10 σελίδες
Σελίδα 6
Απ' όταν ξεχωρίσαμε
αγάπη μου μεγάλη,
τα βάσανα έχω συντροφιά
τσι πίκρες προσκεφάλι.
Θέε μου εγώ σε προσκυνώ
και σ' εκκλησιές πηγαίνω,
μα εσύ μου δίνεις βάσανα
και πόνους να παλεύω.
Όσο μου δίνει η ζωή
χτυπήματα μεγάλα,
τόσο θα βρίσκω δύναμη
ν' αντέξω και σε άλλα.
Ξεκίνησα τη, τη ζωή
πριν είκοσι εφτά χρονάκια,
κι ήλπιζα να 'χω όνειρα
κι όχι σαφή φαρμάκια.
Απου τα βάθη τσι καρδιάς
θέ μου παρακαλώ σε,
για λίγανε τα βάσανα
για πια πολλά μου δώσε.
Μ' αγάπησες σ' αγάπησα
με θέλεις και σε θέλω ,
γιατί με την καρδούλα μου
παίζεις και υποφέρω;
Κλειδώθηκαν οι σκέψεις μου
μες στου μυαλού τα υπόγεια,
αχ πόσα θέλω να σου πω
μα δεν υπάρχουν λόγια.
Στο γέλιο μου μπορείς να βρεις
ίχνη μεγάλου πόνου,
'πο 'κεινα που δεν χάνονται
στην πάροδο του χρόνου.
Ο πόνος μου δεν γράφεται
ούτε και τραγουδιέται,
μόνο τον έχω στην καρδιά
και μυστικός κρατιέται.
Πέψε μου Θεέ μου βάσανα
κι εγώ θα τα πληρώνω
αρκεί αυτός που αγαπώ
ποτέ μη νιώσει πόνο
Χάρες γυρεύω δανεικές
τον πόνο να λυγίσω,
μα σκέπτομαι που θα τις βρω
να τις γυρίσω πίσω.
Έχω το αχ πια μόνιμα
στα χείλη κατακάθι,
περίσσευμα μοναδικό
του γέλιου που εχάθη.
Πού την πουλούνε την υγειά
να πάω ν' αγοράσω,
να τη χαρίζω στο κορμί
ποτές να μη γεράσω.
Δίχως ελπίδες κι όνειρα
έχει η ζωή μου μείνει,
και σιγολιώνει σαν κερί
τρεμουλιαστό που σβήνει.
Την πίκρα νιώθω στην καρδιά
τον πόνο μες τα στήθια,
γιατί δεν ένιωσες ποτέ
πως σ' αγαπώ στ' αλήθεια.
Παρηγοριά μου μοναχή
είναι η θύμησή σου,
σα δεν μπορώ αγάπη μου
να βρίσκομαι μαζί σου.
Έπιασαν οι κατάρες της
και ρήμαξε η ζωή μου,
και μπλέξανε σαν τον κισσό
οι πόνοι στο κορμί μου.
Τη μέρα της Ανάστασης
εστάθηκα με τρόπο,
ο στεναγμός μου τα κεριά
μη σβήσει των ανθρώπω.
Ιντα τη θέλει τη ζωή
ο Θεός και τη χαρίζει,
δώρο που πίσω παίρνεται
τίποτα δεν αξίζει.
Μια μέρα λείπεις και θαρρώ
χρόνια πως έχω χάσει,
σαν είσαι δίπλα μου ο καιρός
βιάζεται να περάσει.
Τα δάκρυα στα μάτια μου
να φαίνονται δεν πρέπει,
γι' αυτό ας κλάψει η καρδιά
που ο κόσμος δεν τη βλέπει.
Όσο κι αν είναι το κορμί
με δύναμη γεμάτο,
απ' τσι σκοτούρες της ζωής
λιγεί και πέφτει κάτω.
Όπου βρεθώ και όπου σταθώ
μου λένε πως μποδίζω,
για αυτό και εγώ κλειδώθηκα
μέσα και δεν πορίζω.
Από το σπίτι τζη περνώ
κάθε που νοιώθω μόνος,
μα δεν λιγαίνει της καρδιάς
ο αβάσταχτος ο πόνος.
Πες μου αγάπη μου γλυκιά
γιατί με βασανίζεις,
πως σ' αγαπώ παράφορα
θα πρέπει να γνωρίζεις.
Έχει ο κόσμος βάσανα
μα όμως τα δικά μου,
βαριά με καταστρέψαμε
και κλαίει η καρδιά μου.
Τι έχουν τα ματάκια μου
και βαριαναστενάζω,
τα γλαροπούλια με ρωτούν
το κύμα σαν κοιτάζω.
Εάν δεν είχα βάσανα
δεν θα’ χα και νταλκάδες,
και ούτε θε να το 'ριχνα
συχνά στις μαντινάδες.
Το δάκρυ είναι γιατρικό
το σ' αγαπώ φαρμάκι,
γιατί το ξέρω και πονώ
γλυκό μου αγοράκι.
Εποτιζά τη, τη χαρά
και διπλοσκάλιζά τη,
ν' ανθίσει πρίχου να φανούν
οι του καημού οι βάτοι.
Είναι βαρύς ο πόνος τζι
και πως θα τον αντέξει,
που δυο παιδιά της άφησε
αμοναχή να θρέψη.
Θεέ μου πως ζει ένα πουλί
μέσα στη καταιγίδα,
Θεέ μου και ήντα σε ρωτώ
που ξαστεριά δεν είδα...
Και ο Θεός ανε γροικά
πως είμαι λυπημένος,
κρύβει τον ήλιο κι ο ουρανός
βγαίνει συννεφιασμένος.
Κομμάτια από παλιές χαρές
ξανοίγω να μονιάσω,
για δε τον εθωρρώ αλλιώς
τον τρόπο να γελάσω.
Να μη μιλείς για συμφορές
γιατί δεν τσι κατέχεις,
ρώτηξε ένα δυστυχή
που μαζωμένες τσ' έχει.
Θεέ και δωσ' μου βάσανα
και ντέρτια να ποθάνω,
για δε μπορώ να κάνω μπλιο
αγάπες να τις χάνω.
Ότι κι αν χτίσω συντηρώ
με κόπο στη ζωή μου,
δε βγαίνει ο χρόνος νικητής
εις τη περίπτωση μου.
Είναι σκληρό μες τη ζωή
να ζει κανείς με πόνο,
να βλέπει γύρω να γελούν
κι αυτός να κλαίει μόνο.
Αλάργο σ' εξορίσανε
και δε θωρούν τα μάθια,
γίνεται το κορμί βαρύ
και η καρδιά κομμάθια.
Ο κόσμος έχει βάσανα
μα γω 'χω τα δικά μου
ψάχνω να βρω με το ρακί
πάλι τη γιατρειά μου.
Βρεθήκαμε στο ύψιστο
σημείο του έρωτα μας,
μα ξαφνικά εμπόδια
μπήκαν ανάμεσα μας.
Βρέχει στιγμές του χθες
ο νους κι απης καταλαγιάσει,
Μετρώ πνιγμένα μου όνειρα
οπου΄ χει κολυμπιάσει!
Ξεθάβω πάλι τσι χαρές
και ζω με την ελπίδα,
πως έχω θάψει αζωντανή
καμιά και δεν την είδα!
Τη μέρα που σε γνώρισα
ήμασταν σ' ένα πλοίο,
καλιό να επνιγόμουνα
παρα να κλαίω για δύο.
Τα δάκρυα στα μάτια μου
να φαίνονται δεν πρέπει,
γι' αυτό ας κλάψει η καρδιά
που ο κόσμος δε τη βλέπει.
Λίγη χαρά με πότισες
όπως το πρωτοβρόχι,
γι' αυτό και δεν γκρεμίστηκε
του πόνου το μετόχι.
Πως να γελάσω ή να χαρώ
που η σκέψη μου αλλού' ναι,
χέρια που δεν αξίζουνε
θωρώ και με κρατούνε.
Ξεκίνησες στην εκκλησιά
δεν σκέφτηκες εμένα,
που όταν σε δω στέκομαι
με μάτια βουρκωμένα.
Παίξε μου χίλιες μαχαιριές
και αν θες μετά να γιάνω,
Στην τελευταία μαχαιριά
άστο μαχαίρι απάνω.
Στο φερσιμό σου δεν μπορώ
να βρω δικαιολογία,
και κάθε μέρα όνειρα
θάβω και είσαι αιτία.