ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ - Προσωπικές

Ευχαριστούμε όλους εσάς που έχετε στείλει μαντινάδες και παροτρύνουμε τους νέους επισκέπτες του site μας, να μας στείλουν κι αυτοί τις δικές τους να τις δημοσιεύσουμε!

Βρέθηκαν 69 καταχωρήσεις σε 2 σελίδες
Σελίδα 1
«  ‹  1 2  ›  »
Μεγάλο είν’ το παράπονο
που ‘χει η μάνα Κρήτη,
Λακιώτικε σταυραετέ,
Χαρίδημε Κουρήτη.
Έφυγε ο φτεροπόδαρος
η λεβεντιά της Κρήτης,
που 'ταν μεγάλος χορευτής
μα και καλός ριζίτης.
Κάποτε σας κορόιδευα
μέσα στις μαντινάδες,
γιατί δεν είχα εγώ ποτέ
τσ’ αγάπης τους νταλκάδες.
Μα τώρα που απόκτησα
βάσανα και νταλκάδες,
σαν την τρελή εκάθησα
και γράφω μαντινάδες.
Θυμάσαι εκεί στην εκκλησιά
το πρώτο άγγιγμά σου,
που γίνηκε η αφορμή
να μπω μες στην καρδιά σου;
Ήταν το χάδι σου αυτό
που τώρα να ξεχάσω,
δεν το μπορώ κι ειν’ αφορμή
στον πόνο να σπαράσσω.
Στην Οία όλοι κοίταγαν
τον ήλιο απού δούσε,
μα μένανε το βλέμμα μου
το σώμα σου φιλούσε.
Στης Θήρας το ηφαίστειο
θ’ ανέβω να φωνάξω,
να βγει στο παραθύρι της
να την γλυκοκοιτάξω.
Άχι θα κάνω να καεί
όλη η πεδιάδα,
γιατί έχασα την μάνα μου
και πια δεν έχω μάνα.
Θέλω να ξέρεις αγάπη μου
απ’ όλες πιο μεγάλη,
αυτό που ένιωσα για σε
δεν έχω νιώσει γι’ άλλη.
Εθάρεις πως την δύναμη
να σ’ αρνηθώ δεν έχω,
μάθε πως όσο αγαπώ
και να μισώ κατέχω.
Κρίμα τα τόσα όνειρα
που ‘κανα ‘γω για σένα,
εσύ θαρρώ πως ήσουν
για μια βράδια για μένα.
Μετά από σένα μέσα μου
τίποτα δεν μ’ αγγίζει,
κι η σκέψη μου καθημερνώς
σ’ εσένανε γυρίζει.
Όσο θα ζω θα τραγουδώ
θα γράφω μαντινάδες,
κι’ αν έχει κόρες σοβαρές
θα κάνω και καντάδες.
Δυο πράγματα μες τη ζωή μου
δίνουν περηφάνια,
το ότι είμαι Γεργιανός
και δυο μέτρα άντρας.
Το 4x4 μια βέργα,
ένα μπιστόλι,
κι ένα καφέ λυκόσκυλο
είν’ η ζωή μου όλη.
Και πως σε παίζω κοπελιά
εσύ καλά το κάνεις,
που την αγάπη στην καρδιά,
βαθιά μέσα τη βάνεις.
Δυο βιόλες μου ‘στείλε ο θεός
κι ύστερα ένα κρίνο,
παρηγοριά εις τη ζωή
τους πόνους μου να σβήνω.
Ποτές μου δεν φοβήθηκα
βροχές και τρικυμίες,
γιατί’ χω μάθει να πατώ
πάνω σε παροιμίες.
Σαν την ελπίδα έφερες
πνοή μες στη ζωή μας,
σαν ηλιαχτίδα φώτισες
για πάντα την ψυχή μας.
Εχθές που’ χες γενέθλια
ήσουν μια σκέτη κούκλα,
σε θαύμαζα σε ζήλευα
και ας αλλουνού μιλούσα.
Ξημέρωσε και σήμερα
και πήγα στη δουλειά μου,
να βγάλω λίγα χρήματα
να ζήσω τα παιδιά μου.
Σοφία μου σου εύχομαι
να ‘χεις μια ωραία μέρα,
κοίταξε να ξεκουραστείς
γιατί έρχεται Δευτέρα.
To είπα και θα στο ξαναπώ
για μια φορά ακόμα,
εσύ είσαι η αγάπη μου
εδώ και λίγα χρόνια.
Άφηκες αποτύπωμά
πάνω μου Βασιλείου,
και μοιάζω εδά με τα νεκρά
μάρμαρα του μουσείου.
Εγώ δεν είμαι Κρητικός
ούτε απ’ τον Ψηλορείτη,
μα έχω χτίσει τη φωλιά
με κοπελιά απ’ την Κρήτη.
Τον πόνο σου τον θέλω γω
μονάχα για δικό μου,
γιατί πολύ σε αγαπώ
παιδί μονάκριβό μου.
Εγώ ‘μαι που σ’ αγάπησα
εγώ ‘μαι που σε αρνούμαι,
από ‘κειας που κατάγομαι
δεν χαμηλοπετούμε.
Δεν είναι μόνο άγγελος
είναι και διαολάκι,
κι όποια βρεθεί στο δρόμο του
της κλείνει το ματάκι.
Γεννήθηκε ένας παιδαράς
βαρβάτο παλικάρι
τρία κιλά ξεκίνησε
κι έχει μεγάλη χάρη.
Πες μου το πως δεν μ’ αγαπάς,
πες μου το και θα σβήσω,
γιατί δεν θα μπορώ μακριά σου,
μακριά σου εγώ να ζήσω.
Τη Ρούμελη την αγαπώ
γιατί είμαι γεννημένος,
μα με την Κρήτη αισθάνομαι
πως είμαι ερωτευμένος.
Μένω στην πόλη που ποτέ
η λάσπη δε στεγνώνει,
κι αντί να παύει η βροχή
όλο και δυναμώνει.
Χαράμισα μια ζωή
να ζω στην μοναξιά μου,
μα τώρα γι άλλον άνθρωπο
άνοιξα τα φτερά μου.
Παλεύει ο νους με την καρδιά
στο ίδιο μετερίζι,
κι έχει το δίκιο πάντα ο νους
μα η καρδιά κερδίζει.
Ήθελα και να κάτεχα
στη προσευχή που κάνεις,
σε όσα το Θιό παρακαλείς
κι εμένα μέσα αν βάνεις.
Ανάθεμα το γιασεμί
το κρίνο και τη βιόλα,
μισεύγει μια ανώγειανη
τάξε ‘χασα τα όλα.
Άμε να πείς του γέρου σου
άλλο μην επιμένει,
γιατί θα γίνω ταλιμπάν
και να με περιμένει.
Όταν κοιμάσαι πλάι μου
ο ύπνος δε με πιάνει,
να κάθομαι να σε κοιτώ
πανευτυχή με κάνει.
Δε θα σταθώ εμπόδιο
εγώ στα όνειρα σου,
να κάνεις είσαι ελεύθερη
ότι ποθεί η καρδιά σου.
Επήρα το απόφαση
μικρή μου να σε κλέψω,
γι’ αυτό με βλέπεις καθ’ αργά
στο σπίτι σου απ’ έξω.
Κρυφό κρατώ τον πόνο μου
μέσα κι ας μην αντέχω,
μα δεν μπορώ να σε κοιτώ
και άλλο να μη σ’ έχω.
Ρώτησα το σώμα μου
αν ζει χωρίς εκείνη,
και μου ‘πε ότι χώρια της
σαν το κερί θα γίνει.
Μου έχεις λείψει μάτια μου,
μου ‘λειψε η αγκαλιά σου,
τα όμορφα ματάκια σου
και τα γλυκά φιλιά σου.
Τι κι αν εσύ μεγάλωσες
στην Θήβα Αφροδίτη,
άνδρα θα πάρεις μερακλή
με ρίζες απ’ την Κρήτη.
Γέννημα θρέμμα Κρητικιά
είμαι και δεν το κρύβω,
γιατί εγώ για ‘σένανε,
και την ζωή μου δίνω.
Ζωγράφισα τον έρωτα
και σε έβαλα λουλούδι,
μετά σε μελοποίησα
και σ’ έκανα τραγούδι..
Όλους τσ’ ανθρώπους που αγαπώ
ποτέ δεν τους ξεχνάω,
κι όπου κι αν πάω κι αν βρεθώ
γι’ αυτούς μόνο μιλάω.
Όταν θα νιώσεις πως ξανά
είσαι ερωτευμένη,
θα με ακούσεις σαν σου πω
να ‘σαι συγκρατημένη.
Όταν θα στεφανώνεσαι
και ντύνεσαι γαμπρίκια,
θυμίσου πως σε μια καρδιά
δεν φέρθηκες αντρίκια.
«  ‹  1 2  ›  »